υδατόσημο

υδατόσημο
το
παράσταση με υδάτινες γραμμές ή σημεία σε χαρτονομίσματα, γραμματόσημα, χαρτί αλληλογραφίας κτλ. για εξασφάλιση της γνησιότητας τους, φιλιγκράν, υδάτινο σημείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδατόσημο — το, Ν 1. το υδατόγραμμα 2. (ειδικά) υδατόγραμμα χρησιμοποιούμενο σε χαρτί γραμματοσήμων για την πιστοποίηση τής γνησιότητάς τους ή την αποτροπή παραχάραξής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + σήμα] …   Dictionary of Greek

  • λευκόσημο — το υδατόσημο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σημο (< σῆμα), πρβλ. χαρτό σημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν του Κωνστ. Βαρβάτη] …   Dictionary of Greek

  • φιλιγκράν — το, Ν άκλ. 1. διάτρητο δικτυωτό λεπτούργημα από λεπτά συγκολλημένα πλέγματα χρυσών, αργυρών ή γυάλινων ινών 2. δαντέλα με βελόνα, ισπανικής προέλευσης, η οποία συνδυάζει χρωματιστή και μεταλλική κλωστή 3. είδος μεταλλικού κεντήματος που… …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • φιλιγκράν — φιλιγκράν, το και φιλιγκράμ, το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. διάτρητο δικτυωτό κόσμημα ή έργο τέχνης από λεπτά φύλλα ή σύρματα χρυσού ή αργύρου ή μολύβδου ή γυαλιού: Φλωρεντινά φιλιγκράν. 2. υδατόσημο (βλ. λ.), υδάτινο σημείο, λευκόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”